- κινδυνωδῶς
- κινδυνώδηςdangerousadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινδυνώδης — ες (ΑΜ κινδυνώδης, ῶδες) [κίνδυνος] αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο επικίνδυνος («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῑς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», Πολ.). επίρρ... κινδυνωδώς (Α κινδυνωδῶς) με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ πέλαγος...… … Dictionary of Greek